Συγχρονες προσεγγισεις στο ιστορικο υλικο της Δημοτικης Πινακοθηκης Μηθυμνας

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010


σύγχρονες προσεγγίσεις στο ιστορικό υλικό της Δημοτικής Πινακοθήκης Μήθυμνας
11-19 Αυγούστου 2010

Η δημοτική πινακοθήκη της Μήθυμνας – όραμα μιας δυναμικής τοπικής κοινότητας του 60’με εικαστικές και γενικότερες πολιτιστικές ευαισθησίες- εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1981 με ένα μικρό διάστημα δραστηριοποίησης, κυρίως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80’. Εβδομήντα επτά έργα σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών που συγκεντρώθηκαν με κόπο μεταξύ του 1965 και του 1980 – συστήνοντας έτσι ένα χαρακτηριστικό δείγμα μιας σημαντικής περιόδου της ελληνικής τέχνης αφού οριοθετεί τη μετάβαση από τον ελληνικό μοντερνισμό στο μετέπειτα στάδιο– παρέμειναν, για το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας εικοσιπενταετίας, παντελώς απρόσιτα.
Η πρωτοβουλία του να ξανανοιχθεί η Δημοτική Πινακοθήκη της Μήθυμνας τον Αύγουστο του 2010 αποσκοπεί σε έναν αναστοχασμό πάνω στη σύγχρονη πορεία του πολιτισμού στη χώρα μας μέσα από τη σύγκριση/αντιπαράθεση της ευρύτερης εποχής των πρώτων εγκαινίων του ιδρύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μιας από τις μάλλον πιο ελπιδοφόρες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που στοιχειώθηκε από τα οράματα του «εκσυγχρονισμού», με ένα παρόν που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από μια δυσκολία «επανεκκίνησης» και πνευματικές εκπτώσεις αλλά κυρίως από την πλήρη απουσία ελπίδος. Η ίδια η πράξη του ανοίγματος λοιπόν, υπό τις τρέχουσες δυσοίωνες συνθήκες - έστω και για δέκα μέρες- ενός μουσείου που ιδρύθηκε μεν, αλλά η φθίνουσα πορεία του είναι ενδεικτική του τέλος μιας εποχής, αποκτά καταρχάς τη δυναμική μιας διακήρυξης της αδιαμφισβήτητης σημαντικότητας της τέχνης σε περιόδους κρίσης. Αφ’ ετέρου, μια τέτοια κίνηση αποβλέπει στην ανασύσταση μιας ιστορικής στιγμής, αυτής των εν λόγω εγκαινίων του 1981, ερευνώντας με αυτό τον τρόπο τους μηχανισμούς αναβίωσης στην τέχνη, καθώς και την ουσιαστική λειτουργία της διαδικασίας αυτής ως ερέθισμα, τόσο ενεργοποίησης της ιστορικής μνήμης, όσο και ανασκόπησης του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Στην προκειμένη περίπτωση η λειτουργία αυτή ενισχύεται σημαντικά με το κάλεσμα νέων δημιουργών προς καλλιτεχνική συνδιαλλαγή με μέρος από τα υπάρχοντα έργα της συλλογής της πινακοθήκης.

H έκθεση είναι μέρος μιας ευρύτερης πλατφόρμας δράσεων και θεωρητικών αναζητήσεων με την επονομασία "πλατφόρμα δράσεων social experiment", που εισηγείται μια ανοιχτή ομάδα εικαστικών, θεωρητικών και ανθρωπολόγων και που προωθεί τη συνεργασία αυτών ακριβώς των πεδίων στον τομέα της εικαστικής έρευνας

Η έκθεση Υπόμνημα θα λάβει χώρα στη Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας
11- 20 Αυγούστου 2010 υπό την αιγίδα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και του Δήμου Μήθυμνας


Πειραματικές Ανταλλαγές

Το χρονικό διάστημα που οριοθετείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως και τις αρχές του ’80, αποτελεί τον ορίζοντα επί του οποίου αναπτύσσεται η ιδέα της Δημοτικής Πινακοθήκης της Μήθυμνας, από τη σύλληψη ενός οράματος έως και την υλοποίηση των εγκαινίων με πρωτοβουλία των Δούκα, Γιαγιάνου και Θεοφίλου. Στην Ελλάδα, το διάστημα αυτό χαρακτηρίζεται από την άνθηση των μοντερνιστικών τάσεων - που ανακόπτει βίαια η δικτατορία - οι οποίες συχνά ενσωματώνουν εκφάνσεις της ελληνικότητας με όρους παράδοσης. Ειδικότερα στην τέχνη, η μετάβαση από το «οραματικό» ’60 στο «μεταμοντέρνο» ‘80 , εκφράζεται με την έναρξη ενός διαλόγου με τα νεώτερα εκφραστικά μέσα , κυρίως όμως με τη σύσταση καλλιτεχνικών ομάδων, την κοινωνική συμμετοχή στον πολιτισμό και τη σύνδεση τέχνης και πολιτικής, μέσω ενός νέου, ρεαλιστικού ιδιώματος.(i) Εντούτοις, η πραγματικότητα μοιάζει να απέτυχε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που συνόδευσαν αυτά τα οράματα, παγιδεύοντας την καθημερινότητα σε μια ματαίωση, δύσκολα αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο.

Στο πεδίο του πολιτισμού, οι προσδοκίες –όπως ήδη διαφαίνονταν από τη δεκαετία του 1970- εστιάστηκαν στην προσέγγιση και εδραίωση μιας σχέσης με τα εικαστικά δρώμενα των διεθνών μητροπολιτικών κέντρων, παραμερίζοντας τη σχέση με την περιφέρεια. Εντούτοις, η μετατόπιση αυτή στοιχειοθετεί και μια αποκοπή από το κοινωνικό, σε έναν ελληνικό χώρο όπου η νεωτερικότητα εκφράστηκε με ιδιάζουσες –σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο- συνθήκες. Ο ρόλος των περιφερειακών συλλογών, επίτευγμα μιας γενιάς με έντονο κοινωνικό προβληματισμό και διάθεση διάδοσης και εκλαΐκευσης της τέχνης, σήμερα προβάλλει εξαιρετικά επίκαιρος. Σε μια εποχή όπου τα δίκτυα και οι μεταξύ τους συσχετισμοί μοιάζουν να αντικαθιστούν την έννοια της ευθύγραμμης προόδου, η ελλιπής τροφοδότηση από και προς τα περιφερειακά κέντρα, μπορεί μόνο να σημαίνει καθυστέρηση, υποβάθμιση των λειτουργιών του πολιτισμού.

Η έκθεση αυτή, σχεδόν τριάντα χρόνια από τα εγκαίνια της Δημοτικής Πινακοθήκης Μήθυμνας, προσανατολίζεται σε μια ανταλλαγή ανάμεσα στην ιστορική συγκυρία των πρώτων εγκαινίων της Πινακοθήκης -που βέβαια σηματοδοτεί μια περίοδο συλλογής των έργων, από το 1960 έως το 1980- και τη νεότερη εικαστική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Η διαλεκτική επικοινωνία μεταξύ έργων αντιπροσωπευτικών -και αναβιώσεων- μιας εποχής έντονων πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων, με μια νεότερη γενιά καλλιτεχνών, που ενώ αναπτύσσεται σε άμεση σχέση με τη διεθνή εικαστική σκηνή, ταυτόχρονα βιώνει και την ως άνω ματαίωση των κοινωνικών προσδοκιών, ουδόλως επικαλείται επιχειρήματα συγκριτικής αντιπαράθεσης, ή έστω ένα νοσταλγικό αναστοχασμό. Αντιθέτως, η συνύπαρξη αυτών των δύο γενεών -ιδιαίτερα στα πλαίσια μιας περιφερειακής Πινακοθήκης- έχει ως στόχο να φωτίσει από άλλη οπτική γωνία το περιεχόμενο των έργων αυτών ̇ τόσο τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά και την ίδια την καλλιτεχνική παραγωγή, όσο και την ανάγνωση των σημείων εκείνων στα έργα της προηγούμενης γενιάς, που έδωσαν το στίγμα μιας κριτικής εικαστικής νεωτερικότητας στον ελληνικό χώρο.

Η ιδέα της αμοιβαίας «ανταλλαγής» μεταξύ των μόνιμων εκθεμάτων μιας ιστορικής συλλογής και μιας ομάδας σύγχρονων καλλιτεχνών, δεν αποτελεί βέβαια πρωτοπορία στο χώρο της εικαστικής επιμέλειας. Ήδη από το 1972, ο επιμελητής της Documenta 5, Harald Szeeman, αμφισβητούσε τη μονοθεματική οπτική των κυρίαρχων αφηγήσεων, τοποθετώντας αντικείμενα σύγχρονης τέχνης ανάμεσα σε εκθέματα-σύμβολα συγκεκριμένων ιστορικών και κοινωνικών συγκυριών, με σκοπό να υπονομεύσει τις κατεστημένες αντιλήψεις γύρω από το έργο τέχνης. Οι κριτικές, ανθρωπολογικές και μετά-αποικιακές αναφορές που συνόδευαν αυτού του είδους την επιμελητική τάση(ii) , γρήγορα ερμηνεύθηκαν ως «φρέσκιες ανακαλύψεις», «αντίδραση στον περιορισμό» και «ανυπακοή» στα κλασσικά ταξινομικά δεδομένα. Εντούτοις, παρά τις όποιες ενστάσεις, τη μικρή ή μεγάλη κλίμακα και την επανάληψη που ακολούθησε αυτό το επιμελητικό εύρημα, η διαβούλευση συνεχίζει να απευθύνει ζητήματα θεσμικής κριτικής της τέχνης, αυθεντίας και κοινωνικής συμπεριφοράς του καλλιτέχνη, καθώς και να επικεντρώνεται στο ρόλο και τη λειτουργία του μουσείου ως φορέα πολιτισμικής διαχείρισης.


i.Βλ. Ν. Δασκαλοθανάσης, «Ανάμεσα στο ’60 και το ’80: Η Μεταβατική Τέχνη μιας Μεταβατικής Δεκαετίας» στον κατάλογο της έκθεσης Τα χρόνια της αμφισβήτησης: Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα, επιμ. Μπία Παπαδοπούλου, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 15.12.2005-7.5.2006, Αθήνα 2005, καθώς και όλα τα κείμενα του καταλόγου.
ii.Η τάση αυτή, όπως εκφράστηκε κυρίως από τον εικαστικό Hans Haacke υιοθετώντας το ρόλο του επιμελητή, αποσκοπούσε στην αποκάλυψη των απατηλών ιδιοτήτων του έργου τέχνης και ταυτόχρονα στην ενεργή και κριτική συμμετοχή από μέρους των θεατών. Βλ. Lisa G. Corrin, στον κατάλογο της έκθεσης Give and Take, Mixed messages, Serpentine Gallery and V&A Museum 30.1.2001-1.4.2001, Λονδίνο 2001.


Χριστίνα Σγουρομύτη

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Ιστορικό υπόβαθρο

Το 1959, ο Μιχαήλ Γούτος δίνει την πρώτη του διάλεξη στην ιστορική λέσχη του Μολύβου (Μήθυμνα) με τον τίτλο «Κοινωνικός Τουρισμός και Μήθυμνα».
Μέχρι τότε, έχει διατελέσει Προϊστάμενος του Ανωτάτου Συμβουλίου Οικονομίας με ειδίκευση σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, έχει συγγράψει και εκδώσει δοκίμια και μελέτες σε σχέση με ζητήματα ανεργίας, εργατικού δικαίου και κοινωνικής ασφάλισης, έχει δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια της Βιέννης και του Βερολίνου. Το 1956 ιδρύει το Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Πρόνοιας με μέλη όλους σχεδόν τους φορείς και τις προσωπικότητες που ασχολούνται στην Ελλάδα με την κοινωνική πρόνοια και παραμένει Πρόεδρός του για χρόνια.

Ο Μόλυβος τη δεκαετία του ΄50 αντιμετωπίζει μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα με πρώτο και κύριο το μεταναστευτικό. Ο Μ. Γούτος συλλαμβάνει ένα ιδιαίτερο σχέδιο για να βοηθήσει τον τόπο καταγωγής του. Υπόσχεται ότι με τη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων στο σχέδιό του και χωρίς καμία κρατική ενίσχυση, θα αυξηθεί το οικονομικό αλλά και το κοινωνικό και το πολιτιστικό τους επίπεδο. Οι κάτοικοι είναι αρχικά δύσπιστοι, πράγματι το σχέδιό του διαθέτει μια χροιά ουτοπική, συναινούν όμως και συστήνεται η «Εταιρία Κοινωνικής Ανάπτυξης», μια εταιρία λαϊκής βάσης, από μετόχους Μολυβιάτες και άλλους Λέσβιους με σκοπό την αγορά κατάλληλης έκτασης για την ανέγερση του πρώτου ξενοδοχείου στο Μόλυβο (Δελφίνια 1) και τη μετέπειτα τουριστική ανάπτυξη ολόκληρης της Λέσβου. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα τουριστικά αναπτυξιακά μοντέλα στον Ελλαδικό χώρο.

Στην εξυπηρέτηση αυτού του σχεδιασμού, ο Γούτος θα διαθέσει όλες του τις γνωριμίες. Το πάθος και η πίστη του για την πραγμάτωση του οραματισμού του, οι διαλέξεις και οι συνεντεύξεις σε διεθνή έντυπα, όπου αναπτύσσει το σχεδιασμό του για το Μόλυβο, κάνουν τη φήμη του τόπου να εξαπλωθεί στο εξωτερικό. Ο Μόλυβος προβάλλεται ως τόπος αμόλυντος ακόμα από τα δεινά της αστικής ζωής και των ρυθμών της, ως παραδοσιακός οικισμός με πλούσια φυσική ομορφιά και αγνό λαϊκό πληθυσμό.
Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, πολιτικοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και επιχειρηματίες συρρέουν στο Μόλυβο. Οι Σφαέλλος, Μυλωνάς, Δοξιάδης και Πικιώνης προσκαλούνται για να προσφέρουν τη γνώση τους στο σχεδιασμό και την ανεύρεση του χώρου του ξενοδοχείου. Επιλέγεται η πρόταση του Πικιώνη που ενσωματώνει το παραδοσιακό οίκημα (Κούλα) στο νεο ξενοδοχείο.

O Γούτος δίνει συνεντεύξεις στους Τάιμς του Λονδίνου, και σε γαλλικά περιοδικά. Ξένοι συγγραφείς αναγνωρίζουν το Μόλυβο ως «το μέρος όπου η ευτυχία υπάρχει». Έρχονται οι Καμί, Τσάπλιν, Μπέργκμαν, Κόκοσκα. Ο τελευταίος προτείνει την ίδρυση μιας θερινής Ακαδημίας Καλων Τεχνών. Η θερινή Ακαδημία οργανώνεται και λειτουργεί από το 1961 έως το 1964 σε συνεργασία με την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, υπό τους Κ.Γραμματόπουλο και Γ.Παπαδάκη. Πρόκειται για το σημερινό σταθμό της Σχολής Καλών Τεχνών, στο αρχοντικό του Κράλλη. Κατά τη λειτουργία της σχολής πλήθος καλλιτεχνών φιλοξενούνται στο Μόλυβο, μεταξύ των οποίων οι Ζίμμερ, Κουτ, Φριμάχερ, Ντάντλευ, αλλά και ο Τσαρούχης, καθώς και ο Σπύρος Βασιλείου και ο Γραμματόπουλος με τους μαθητές τους. Ο Σπύρος Βασιλείου φιλοτεχνεί το νέο ξενοδοχείο.
Τα Δελφίνια ξεκινούν τη λειτουργία τους το 1961. Δύο χρόνια αργότερα, οι μετοχές θα εξαγοραστούν από την Τουριστική Εταιρία Λέσβου, στης οποία την κυριότητα ανήκουν μέχρι σήμερα.

Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1950 παράλληλα με το κύμα μαζικής μετανάστευσης που ερημώνει την επαρχία, το φαινόμενο του τουρισμού κάνει δειλά την εμφάνισή του στα ελληνικά νησιά. Ο «κοινωνικός τουρισμός» του Γούτου, δεν έχει τίποτα να κάνει (όπως από τότε επεσήμαινε) με τον τουρισμό της Κοινωνικής Πρόνοιας. Αντίθετα, πρόκειται μάλλον για ό,τι σήμερα ονομάζουμε «πολιτιστικό τουρισμό». Ο Γούτος προβάλλει το Μόλυβο, ως τόπο αγνής φιλοξενίας, έναν τόπο όπου ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να γνωριστεί με την κουλτούρα μιας ιδιαίτερα προικισμένης πολιτισμικά περιοχής, που κρατάει τις παραδόσεις αναλλοίωτες και όπου η τοπική χειροτεχνία, τα έθιμα και ο πλούτος του φυσικού τοπίου διαμορφώνουν ένα χαρακτήρα αρμονικό και άκρως ελκυστικό προς τον πολίτη των μεγαλουπόλεων. Σημαντικό ρόλο στην προβολή του τόπου, αλλά και του όλου εγχειρήματος, διαδραμάτισε η εκεί πρόσκληση σε επιφανείς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών από τον ελλαδικό και διεθνή χώρο.

Πενήντα χρόνια μετά, θεωρούμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στη συγκεκριμένη διάλεξη, στις αρχές και τους σκοπούς του «κοινωνικού πειράματος», προκειμένου να στοχαστούμε πάνω σε θέματα και επίκαιρες πρακτικές, που στόχο έχουν τόσο την έρευνα πάνω στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου, όσο και τη «συνάντηση» του τόπου αυτού με την τέχνη και τις πολιτισμικές πρακτικές.